Σελίδες

Κυριακή 3 Ιουλίου 2011

This is the end...

Στις 3 Ιουλίου 1971, πέθαινε μόνος σε μια μπανιέρα στο Παρίσι ο άνθρωπος που σημάδεψε τη ροκ όσο λίγοι, ο Τζιμ Μόρισον




Ο Τζιμ Μόρισον ονειρευόταν να πεθάνει σε μια ανοιχτή πεδιάδα με τα φίδια να ρουφούν το δέρμα του, τα σκουλήκια να είναι φίλοι του, τα πουλιά να τρώνε τα μάτια του και τα σύννεφα απλώς να συνεχίζουν να περνούν. Δυστυχώς γι' αυτόν πέθανε σε μια μπανιέρα.



Ο σαμάνος της ροκ μουσικής μοιάζει να ήρθε σ'αυτόν τον κόσμο για να δοκιμάσει τη «χαρά» του θανάτου. Παρ' όλα αυτά κατάφερε στα 27 χρόνια που ...αναγκάστηκε να μείνει ζωντανός να αφήσει το στίγμα του στη ροκ μουσική όσο κανένας άλλος.

Ο Μόρισον ως γιος στρατιωτικού έπρεπε να ταξιδεύει συνεχώς χωρίς να έχει ένα σταθερό σημείο. Σε ένα από αυτά τα ταξίδια του, ο ίδιος αφηγείται πως ήρθε σε πρώτη επαφή με τον θάνατο:
«Είναι η πρώτη φορά που ανακάλυψα τον θάνατο... εγώ, η μητέρα μου, ο πατέρας μου, ο παππούς μου και η γιαγιά μου διασχίζαμε την έρημο την αυγή. Ένα φορτηγό γεμάτο Ινδιάνους είχε μάλλον χτυπήσει ένα άλλο αυτοκίνητο ή κάτι τέτοιο, υπήρχαν Ινδιάνοι σκορπισμένοι παντού στην εθνική οδό, αιμορραγώντας μέχρι θανάτου. Ήμουν μικρός τότε, οπότε έπρεπε να μείνω στο αυτοκίνητο όσο ο πατέρας μου και ο παππούς μου βγήκαν να δουν τι γινόταν. Δεν μπορούσα να δω τίποτα. Το μόνο που είδα ήταν παράξενη κόκκινη μπογιά και ανθρώπους πεσμένους ολόγυρα, αλλά ήξερα πως κάτι συνέβαινε, γιατί μπορούσα να νιώσω τις δονήσεις των ανθρώπων γύρω μου, και έτσι ξαφνικά συνειδητοποίησα πως ούτε εκείνοι μπορούσαν να καταλάβουν τι συνέβαινε. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα πραγματικό φόβο... και πιστεύω πως εκείνη τη στιγμή οι ψυχές εκείνων των νεκρών ινδιάνων - ίσως μια ή δυο απ' αυτές - έτρεχαν έξαλλες εδώ και κει, και μπήκαν στην ψυχή μου, και εγώ ήμουν σαν σφουγγάρι, έτοιμος να κάτσω εκεί και να τις απορροφήσω».
Οι γονείς του βέβαια υποστήριζαν ότι ποτέ δεν είχε συμβεί κάτι τέτοιο στα ταξίδια τους. Ο Μόρισον απ' την άλλη θεωρούσε ότι επειδή το γεγονός αυτό τον είχε ταράξει τόσο πολύ οι γονείς του, το παρουσίασαν ως έναν εφιάλτη που δεν ήταν αληθινός. Όπως και να 'χει όμως η σκηνή αυτή σημάδεψε βαθιά τον Μόρισον και ήταν βασικό θέμα συχνά στα τραγούδια του, στην ποίησή του και σε συνεντεύξεις του, με αποκορύφωμα βέβαια το τραγούδι Peace Frog, όπου αναφέρει: «Ινδιάνοι σκορπισμένοι στον αυτοκινητόδρομο της αυγής αιμορραγούν/Φαντάσματα βρίθουν το εύθραυστο σαν τσόφλι μυαλό του μικρού παιδιού». Για τον θάνατο ο ίδιος δηλώνει: «Οι άνθρωποι φοβούνται το θάνατο περισσότερο από τον πόνο. Είναι περίεργο που φοβούνται τον θάνατο. Η ζωή πονάει πολύ περισσότερο από το θάνατο. Τη στιγμή του θανάτου, ο πόνος σταματά».
 
Ο Μόρισον ίσως να μην είχε καταλήξει τόσο καταθλιπτική και αυτοκαταστροφική φύση αν δεν ζούσε τα συγκεκριμένα παιδικά χρόνια. Οι γονείς του, αυστηροί, αφού ο πατέρας του μάλιστα ήταν στρατιωτικός είχαν μια συγκεκριμένη μέθοδο διαπαιδαγώγησης. Δεν χτυπούσαν ποτέ τα παιδιά τους (ο Μόρισον είχε άλλα δυο αδέρφια) αλλά τους φώναζαν τόσο πολύ μέχρι να παραδεχτούν με κλάματα τα λάθη τους. Αυτό βέβαια οδήγησε αργότερα στο να απαρνηθεί την οικογένεια του και να λέει παντού ότι είναι νεκροί!

Η ζωή στα παιδικά του χρόνια ήταν σχεδόν νομαδική με συνεχείς μετακινήσεις λόγω της δουλειάς του πατέρα του, χωρίς να μπορεί να στεριώσει πουθενά. Για σπουδές πηγαίνει στην Φλόριντα, στους παππούδες του, όπου έρχεται σε πρώτη επαφή με το αλκοόλ. Για να εκνευρίσει τους παππούδες του γυρνάει πάντα μεθυσμένος και αρχίζει την άσωτη ζωή, ώσπου τον κερδίζει ο κινηματογράφος και μετακομίζει στο Λος Άντζελες για να φοιτήσει στο UCLA στο τμήμα της Τέχνης του Κινηματογράφου. Εκεί, το ποτό και τα ναρκωτικά γίνονται το νερό και το φαγητό του και η παραλία Venice το σπίτι του όπου μαζεύεται με τους συμφοιτητές του.

Αυτό που δεν ξέρουν πολλοί για το θρύλο της ροκ είναι ότι η μεγάλη του αγάπη ήταν η ποίηση και ο κινηματογράφος. Τα ποιήματά του σκοτεινά, ψυχεδελικά και άκρως καταθλιπτικά, μιλούν για το θάνατο, τα ναρκωτικά, το πόνο και το σεξ . Από αυτό το πρώτο υλικό μαγεύεται ένας συμφοιτητής του, ο Ρέι Μάνζαρεκ και τον πείθει να βάλουν στους στίχους του μουσική. Έτσι, προκύπτει η πρώτη ιδέα για ένα συγκρότημα. Όταν στην παρέα εισέρχεται και ο ντραμίστας Τζον Ντέσμορ και ο κιθαρίστας Ρόμπι Κρίγκερ οι Doors είναι γεγονός. Η ιστορία λέει ότι το όνομα είναι εμπνευσμένο από ένα ποίημα του Γουίλιαμ Μπλέικ με τίτλο «Ο γάμος του Παράδεισου και της Κόλασης» και συγκεκριμένα από τον στίχο που αναφέρει: «If the doors of perception were cleansed everything would appear to man as it is, infinite» (Αν οι πόρτες της αντίληψης καθαρίζονταν, τα πάντα θα παρουσιάζονταν στον άνθρωπο όπως είναι, αιώνια). Δεν αργούν να γίνουν γνωστοί και τα τραγούδια τους Light my fire, που βέβαια ανήκει στον Κρίγκερ, και Break on Through, ανεβαίνουν σύντομα στο νούμερο 1.

Κάπου εκεί ο Μόρισον γράφει ένα από τα πιο ιδιαίτερα κομμάτια του, το «The End». Υπό την επήρεια... τόνων ναρκωτικών συνθέτει την ιστορία του Οιδίποδα Τύραννου που ερωτεύεται την μητέρα του και σκοτώνει τον πατέρα του, δίνοντας μια δική του απόδοση του Οιδιπόδειου Συμπλέγματος.
Το 1967 αρχίζουν να γίνονται ευρύτερα γνωστοί. Σε αυτό βοήθησε και η εμφάνισή τους σε ένα πασίγνωστο τηλεοπτικό σόου, αυτό του Εντ Σάλιβαν. Την εμφάνιση αυτή στιγμάτισε και ένα γεγονός αστείο. Ο Σάλιβαν είχε θέσει ως προϋπόθεση για να τραγουδήσουν να αλλάξουν την λέξη «higher» στο τραγούδι Light my fire, επειδή παρέπεμπε στα ναρκωτικά, με τη λέξη «finer» («Girl we couldn't get much higher» σε «Girl we couldn't get much finer».). Όπως ανέφερε αργότερα ο Μάνζαρεκ, αρχικά όλοι συμφώνησαν αλλά τελικά ο Μόρισον είτε επίτηδες είτε επειδή είχε άγχος και το ξέχασε, τραγούδησε κανονικά το τραγούδι. Ο Σάλιβαν βέβαια έγινε έξαλλος, αλλά ο Μόρισον άνετος του απάντησε «Ε και τι έγινε τώρα; Ήδη κάναμε το σόου!». Στη συνέχεια ακυρώθηκαν οι έξι συναυλίες που θα έδιναν στο σόου...

Ακόμα μια φορά που ο Μόρισον προκάλεσε στις συναυλίες του ήταν όταν συνελήφθη επί σκηνής στο New Haven, επειδή βγήκε στη σκηνή και έκανε άσεμνες χειρονομίες στους αστυνομικούς που λίγο πριν στα παρασκήνια τον ψέκασαν με σπρέι επειδή τον έπιασαν με μια φαν του στην τουαλέτα. Ο εκρηκτικός χαρακτήρας του Μόρισον δεν έπαψε ποτέ να προκαλεί και γι' αυτό βέβαια να μαγεύει. Σκοπός του ήταν να προκαλεί όλους τους ακροατές του να αντιδράσουν, να καταλάβουν ότι κάτι συμβαίνει πάνω στη σκηνή ακόμα και αν είχαν πιει ή μαστουρώσει. Οι μαγευτικές του κινήσεις πάνω στη σκηνή έμοιαζαν με έναν κυκλικό ινδιάνικο μυστηριακό χορό που οδηγούσε στη νιρβάνα.
Οι Doors ήταν οι πρώτοι που ουσιαστικά έφτιαξαν βίντεο κλιπ για τα τραγούδια τους, χάρη στις γνώσεις και την αγάπη του Μόρισον και του Μάνζαρεκ για τον κινηματογράφο. Επίσης εισήγαγαν την καινοτομία για ροκ μπάντα της μη ύπαρξης μπάσου. Το όργανο το αντικαθιστούσε ο ηλεκτρονικός ήχος των πλήκτρων, που έδινε μια τελείως διαφορετική μορφή στη μουσική τους από τη συνηθισμένη.


Ψυχή φυσικά όλου του συγκροτήματος ήταν ο ίδιος ο Τζιμ Μόρισον. Οι στίχοι του, τόσο σκοτεινοί και ψυχαναλυτικοί έμοιαζαν περισσότερο με ποίηση παρά με απλούς στίχους τραγουδιών. Εξάλλου ο ίδιος αυτό έκανε: έγραφε ποίηση. Όσα λέει μπορεί να παρερμηνευθούν με παραληρήματα των ναρκωτικών και ίσως για κάποια να ισχύει αυτό. Κανείς όμως δεν μπορεί να αρνηθεί την αξία πολλών ποιημάτων του που παρακολουθούν με μια άλλη ματιά τη ζωή και το θάνατο. Ο ίδιος δήλωνε ότι αυτό που τον ενδιαφέρει είναι κάθετι το επαναστατικό, το αφύσικο και το χαώδες, ό, τι μοιάζει να μην έχει κανένα νόημα. «Αυτός μοιάζει για μένα ο δρόμος για την ελευθερία». Και αυτό φαίνεται να ζητούσε: την ελευθερία. Έστω και με τα ναρκωτικά έπαιρνε για λίγο μια ψεύτικη και σίγουρα καταστροφική αίσθηση ελευθερίας για την οποία διψούσε. Σε κάποιες συναυλίες του μάλιστα, είναι τόσο «φτιαγμένος» που τα λόγια του τραγουδιού είναι ένα μάτσο ασυναρτησίες που θυμίζουν τα ακατάληπτα λόγια μια Πυθίας.

Εξαιρετικά ανήσυχο πνεύμα, ελκυόταν από κάθετι μυστηριακό. Με επιρροές από τους σκοτεινούς ποιητές του 18ου και 19ου αιώνα, Μπλέικ, Ρεμπώ και Μποντλέρ, και από τη γενιά μπίτνικ με τον Τζακ Κέρουακ ενσωμάτωσε όλα αυτά στην ποίηση του. Η έλξη του από τους ιθαγενείς της Αμερικής και του πολιτισμού του έβαλε στα έργα του όλα τα στοιχεία της φύσης όπως σαύρες, φίδια, έρημοι και αρχαίες λίμνες. Έτσι, απέκτησε και το προσωνύμιο Lizard King, ενώ θεωρούσε τον εαυτό του Σαμάνο.
Μια από τις μεγάλες του αδυναμίες, πέρα από τα ναρκωτικά, ήταν και οι γυναίκες. Στην πρώτη θέση φυσικά ήταν πάντα η Πάμελα Κούρσον, η γυναίκα που τον γνώρισε πριν γίνει μεγάλος ροκ σταρ και ήταν μαζί του στο θάνατο του. Η σχέση του θυελλώδης και με πολλούς τσακωμούς αλλά και με μεγάλη αγάπη. Ο Μόρισον μάλιστα στη διαθήκη του άφησε ό, τι είχε στην Κούρσον.

Κάτι συνηθισμένο γι' αυτόν ήταν να κάνει σεξ με τις θαυμάστριές του. Μια φαν του, την Πατρίσια Κένελι, κατέληξε να την παντρευτεί σε μια κέλτικη-νεοπαγανιστική τελετή. Βέβαια αν και το ζευγάρι υπέγραψε ένα έγγραφο, η τελετή δεν απέκτησε ποτέ νομική ισχύ και εξάλλου ο «γάμος» δεν κράτησε και πολύ. Όταν ο Μόρισον πέθανε το 1971 εκκρεμούσαν 20 αγωγές πατρότητας εναντίον από τις διάφορες φαν του!

Ο Μόρισον ήξερε πολύ καλά την επιρροή που είχε στο κοινό και το πουλούσε πολύ καλά. «Θεωρώ τον εαυτό μου ένα διάττοντα αστέρα που όλοι τον βλέπουν και τον θαυμάζουν. Μετά χάνομαι και κανείς δε θα ξαναδεί κάτι παρόμοιο...και δε θα μπορούν να με ξεχάσουν - ποτέ». Βέβαια, μεταξύ μας, αν και αλαζονικός δεν είχε καθόλου άδικο σε αυτό!

Ο θάνατος του βέβαια το 1971 στα 27 του χρόνια στο Παρίσι συγκλόνισε όλο τον κόσμο της μουσικής. Ωστόσο αν και η βασική εκδοχή του θανάτου είναι ότι ο Μόρισον πέθανε από υπερβολική δόση ναρκωτικών στη μπανιέρα πολλές είναι εικασίες γύρω από αυτό το θέμα. Τον Μόρισον τον βρήκε νεκρό η Πάμελα Κούρσον, η οποία κατά καιρούς έδινε διαφορετικές εκδοχές για τον θάνατό του: από τη μια ότι ο Μόρισον μπέρδεψε την ηρωίνη της με κοκαΐνη και έκανε χρήση, απ' την άλλη ότι είχε κρίση άσθματος και ότι αφού είχαν πιεί πολύ, έκαναν χρήση ηρωίνης και ο Μόρισον έκανε εμετό αίμα. Πάντως στο πτώμα δεν έγινε νεκροψία και αυτό φούντωσε μια σειρά υποθέσεων για το ότι ο Μόρις ον ήταν ακόμα ζωντανός. Η πιο ακραία λέει ότι δούλευε σε μυστικές υπηρεσίες και η CIA σκηνοθέτησε το θάνατό του γιατί αποτελούσε απειλή!! Στον τάφο του στο Παρίσι είναι χαραγμένο στα ελληνικά η φράση «ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΔΑΙΜΟΝΑ ΕΑΥΤΟΥ».

Είτε νεκρός, είτε... ζωντανός, ο Τζιμ Μόρισσον έπαψε να υπάρχει στη ροκ μουσική και αυτό ήταν ένα από τα μεγαλύτερα πλήγματα. Ιδιαίτερος, σκοτεινός, μια μορφή με δική της σκέψη που οι υπόλοιποι δεν μπορούσαν να συλλάβουν. Για πολλούς η αξία του είναι υπερτιμημένη. Όσο καλά τραγούδια κι αν έγραψε δεν έπαψε να είναι μονίμως «φτιαγμένος» και τα μισά από αυτά ήταν ακατάληπτα. Ίσως να είναι έτσι. Ίσως όμως να είναι ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της ροκ μουσικής. Είναι αμέτρητοι οι καλλιτέχνες άλλωστε, όπως ο Iggy Pop, που έχουν δηλώσει ότι η επιρροή του πάνω τους ήταν καταλυτική. Πολύ συχνά η ζωή του έχει εμπνεύσει και τον κινηματογράφο με σημαντικότερη βέβαια ταινία αυτή του Όλιβερ Στόουν σε συνεργασία με τα μέλη του συγκροτήματος και τον Βαλ Κίλμερ σε έναν μοναδικό Μόρισον. Οι εναπομείναντες Doors όμως τελικά είχαν αρκετές ενστάσεις καθώς υποστήριζαν ότι δίνεται βάση μόνο στην εξάρτηση του Μόρισον από τα ναρκωτικά και καθόλου στην ιδιαίτερη αγάπη του στην ποίηση και το μοναδικό του χιούμορ. Έτσι, ο Μάνζαρεκ τώρα έχει ολοκληρώσει ένα ντοκιμαντέρ για τον Μόρισον, το οποίο χαρακτηρίζει ως αντι-Όλιβερ Στόουν ταινία, λέγοντας ότι «αυτή θα είναι η αληθινή ιστορία των Doors». Η ταινία «When you're strange» θα έρθει στην Ελλάδα λίγο μετά το καλοκαίρι.

Ο Μπλέικ, ο αγαπημένος ποιητής του Μόρισον, έλεγε ότι το κορμί είναι η φυλακή της ψυχής. Μόνη ελπίδα είναι οι πέντε αισθήσεις, τα παράθυρα της ψυχής, να διαμορφωθούν πλήρως και να ανοίξουν διάπλατα. Στα 27 του, ο Μόρισον κατάφερε να κάνει τις αισθήσεις του να ανοίξουν. Κάπως έτσι βγήκε από τη «φυλακή».

Αυτό είναι το τέλος μοναδικέ μου φίλε. Πρέπει να σε απελευθερώσει...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου