Σελίδες

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

Χωρίς Κορδόνια


Χωρίς κορδόνια
Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010. Ώρα 5μ.μ. Πριν λίγο άφησα πίσω μου τον Γιώργο. Νοσηλεύεται ξανά στην Πνευμονολογική Κλινική του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου. Καθώς οδηγώ, το βλέμμα μου πέφτει στη θέση του συνοδηγού. Το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ μου υπενθυμίζει τη μαύρη επέτειο. Σήμερα είναι η συγκέντρωση για τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Η Μαρία με παρακινεί να μην πάω. Έχει λέει κακό προαίσθημα. Τραγική ειρωνεία ή απλή σύμπτωση;
Ώρα 6.30μ.μ. Τα αδέσποτα σκυλιά της πόλης έχουν πάρει τη θέση τους δίπλα στους διαδηλωτές και η πορεία ξεκινάει από την κεντρική πλατεία σε φόντο κόκκινο και μαύρο. Στη θέα της πρώτης τράπεζας, ένας διαδηλωτής γράφει στην τζαμαρία της με μαύρο σπρέι τη λέξη ΛΗΣΤΕΣ. Η πρώτη πέτρα πέφτει πάνω στην προθήκη του υποκαταστήματος, ενώ το σπάσιμο μιας κάμερας ασφαλείας αποτελεί για την αστυνομία αιτία πολέμου. Τα δακρυγόνα και τα χημικά αρχίζουν να πέφτουν βροχή. Ο κόσμος πανικοβάλλεται και κάποιοι στην γωνία τρίβουν τα χέρια τους γελώντας κάτω από τα μουστάκια τους…
Η πορεία όμως δεν διαλύεται. Υποχωρεί στην πλατεία Λαού και το κέντρο της πόλης θυμίζει πεδίο μάχης. Κάποιοι διαδηλωτές στήνουν πρόχειρα οδοφράγματα με κάδους απορριμμάτων και πετούν πέτρες στα ΜΑΤ. Μία νέα επίθεση όμως με χημικά, δημιουργεί για άλλη μια φορά αποπνικτική ατμόσφαιρα και τρόμο. Ο κύριος όγκος της πορείας διασπάται και οι διαδηλωτές τρέχουν να σωθούν στα στενά. Χωρίς να το καταλάβω, βρίσκομαι ξανά στην κεντρική πλατεία μαζί με 30 περίπου άτομα. Εκεί εξελίσσεται μία οργανωμένη επίθεση της αστυνομίας, με τις μηχανοκίνητες ομάδες ΔΙΑΣ να εφορμούν πάνω στους διαδηλωτές.
Οι επιλογές μου εδώ και λίγη ώρα είναι ελάχιστες. Αν και δεν έχω προβεί σε καμία αξιόποινη και παράνομη πράξη (τι πάει να πει άραγε παράνομο στις μέρες μας ;), οι φήμες ότι το κέντρο της Λάρισας έχει γεμίσει με ασφ-αλήτες, με αποτρέπουν να εγκαταλείψω τους υπόλοιπους διαδηλωτές. Επιλέγω λοιπόν για λόγους ασφαλείας και ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ, να παραμείνω μαζί τους ως το τέλος. Η αστυνομία όμως έχει πάρει εντολές να κάνει προσαγωγές, έστω και απ’ το σωρό. Θέλει να τελειώνει μια και καλή μ’ αυτή την επέτειο. Εξαπολύει άλλη μία μαζική επίθεση και μας αναγκάζει να κατευθυνθούμε στην οδό Κούμα. Τρέχοντας στον πεζόδρομο προσπαθώντας να γλυτώσω από τις ορδές των ανθρώπων που θυμίζουν «μεσαιωνικούς πολεμιστές»,[1] νιώθω δύο χέρια να με γραπώνουν σαν δαγκάνες. Αμέσως οι δαγκάνες αυξάνονται σε έξι. Οι τρεις «αστακοί» με πολιτικά με ρίχνουν με δύναμη στο έδαφος και με ακινητοποιούν. Τι ειρωνεία! Σ’ αυτή τη γωνία είχα φιλήσει ένα βράδυ την πρώτη μου κοπέλα. Θυμάμαι ότι μου είπε χαμηλόφωνα στ’ αυτί πως θέλει να κάνουμε έρωτα. Τώρα, στο ίδιο σημείο, κάτι περίεργοι τύποι που κυκλοφορούν ελεύθεροι ανάμεσα μας, με διαβεβαίωναν ότι θα μου κάνουν ακριβώς το ίδιο…
Λίγο παραπέρα, χαρούμενες παιδικές φατσούλες και αμέριμνοι πολίτες που κάνουν εκείνη την ώρα τα ψώνια τους «υπνωτισμένοι» από το πνεύμα των Χριστουγέννων, με βλέπουν να διασύρομαι σαν σεσημασμένος κακοποιός. Τα συμπαθή αυτά ζωάκια λοιπόν, οι «αστακοί», με οδηγούν όσο πιο γρήγορα γίνεται στο τμήμα Μεταγωγών ώστε να μην προκαλέσουν την οργή των πολιτών που παρατηρούν μουδιασμένοι. Κατά τη διάρκεια της κράτησης μου εκεί (κυρίως στην αρχή), με εξύβρισαν χυδαία και επιδίωξαν δια του εκφοβισμού να μου προσάψουν αβάσιμες κατηγορίες. Συν τοις άλλοις, μου ζήτησαν «ευγενικά» να βγάλω όλα τα ρούχα μου από τη μέση και πάνω και να κατεβάσω τη φόρμα και το εσώρουχο μου για να νιώσω μάλλον πιο άνετα…
Όσο κυλούσε ο χρόνος, οι ύβρεις έδιναν τη θέση τους στην ειρωνεία. Ένας απ’ αυτούς, ζήτησε να μάθει με τι ασχολούμαι. Του απάντησα αυθόρμητα ότι κάνω το διδακτορικό μου. Από το βλέμμα του αμφιβάλλω αν κατάλαβε τι σημαίνει. Επειδή όμως πρέπει να το εξέλαβε ως κάτι άκρως σημαντικό, με κοίταξε με ύφος καρδινάλιου και μου είπε με στόμφο σαν να ανακάλυψε τη βαρύτητα: «Καλά ρε που τα πουλάς αυτά; Έχεις μόνο 3.5 ευρώ στην τσέπη και θες να πιστέψω ότι κάνεις διδακτορικό»; Τόμπολα.. Μετά απ’ αυτό, μόνο μειονεκτικά μπορείς να νιώσεις μπροστά σε τέτοιες προσωπικότητες που δικαιώνουν τον Νίτσε για τις δυνατότητες του Υπεράνθρωπου…
Στο τμήμα Μεταγωγών παρέμεινα για 2 περίπου ώρες έως ότου γίνει η εξακρίβωση των στοιχείων μου. Αν και ζήτησα επίμονα από το σύνολο των παρευρισκομένων αστυνομικών να τηλεφωνήσω σε κάποιο δικηγόρο, η απάντηση που έλαβα ήταν αφοπλιστική: «Δεν είναι ακόμα η ώρα». Εκείνη τη στιγμή, ένας αστυνομικός με μπλε στολή πλησιάζει έξω από το κελί και μου λέει ενθαρρυντικά: «Εμείς οι δύο αν πιούμε έξω ένα καφέ θα συμφωνήσουμε σε όλα». Μας χώριζε όμως η καγκελόπορτα και το αναβάλλαμε για κάποια άλλη φορά….
Κατά τις 9.30μ.μ. με φωνάζουν να μαζέψω τα πράγματα μου. Με βάζουν σ’ ένα τζιπ και με μεταφέρουν στα κεντρικά της Νεάπολης. Εκεί όπου τα γραφεία μυρίζουν ακόμα μπογιά, οι αστυνομικοί με αποκαλούν πια με το όνομα μου. Με οδηγούν ευγενικά σ’ ένα κελί προσωρινής κράτησης και μου ζητάνε να περιμένω ώσπου να ολοκληρωθεί η εξακρίβωση των στοιχείων μου. Ένας Πακιστανός που δεν έχει άδεια παραμονής με κρατάει για λίγο παρέα μέχρι να έρθουν λίγη ώρα αργότερα δύο απ’ τους υπόλοιπους προσαχθέντες διαδηλωτές.
Μολονότι δεν μου επιτρέπουν να επικοινωνήσω με κάποιον από τους οικείους μου, οφείλω να ομολογήσω ότι οι αστυνομικοί εκεί ήταν τυπικοί και μετρημένοι. Πήραν τα αποτυπώματα και τα στοιχεία μου, μέτρησαν το ύψος μου, με ρώτησαν τι χρώμα μάτια έχω και μετά από μια χαλαρή κουβεντούλα για τα πολιτικά μου φρονήματα και την οικονομική κρίση, μ’ άφησαν να φύγω σφίγγοντας μου το χέρι, αφού πρώτα με φακέλωσαν με το γάντι… Μετά από 6 ώρες είμαι και πάλι ελεύθερος. Ανάβω ένα τσιγάρο και στρέφω το βλέμμα μου χαμηλά. Τι ανακούφιση ! Τα παπούτσια μου έχουν και πάλι κορδόνια…
Υ.Γ. Ο τίτλος Χωρίς Κορδόνια παραπέμπει στη διαδικασία που ακολουθείται στα κρατητήρια κατά τη διάρκεια προσαγωγής ή σύλληψης ενός υπόπτου, όπου εκτός απ’ όλα τα υπόλοιπα προσωπικά του αντικείμενα, του αφαιρούν και τα κορδόνια των παπουτσιών του, δήθεν για να μην μπορεί να αυτοκτονήσει.
Στωικός Σακάτης ®

[1] Στα απομνημονεύματά του ο Σπύρος Μαρκεζίνης, υπηρεσιακός πρωθυπουργός της Χούντας αναφέρει, «…επηρεασμένος από όσα είδα εις την πλατείαν Χιλής εις το Παρίσι, όπου κατά σύμπτωσιν το έτος εκείνο ευρέθην όταν επρόκειτο να γίνη διαδήλωσις εις μνήμην του Αλιέντε είχον εντυπωσιασθή. Διότι είδα αστυφύλακας με μάσκας και ασπίδας που ενεθύμιζον πολεμιστάς του μεσαίωνος…».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου